θεσμοθέτιον

θεσμοθέτιον
θεσμοθετέω
to be a
imperf ind act 3rd pl (doric)
θεσμοθετέω
to be a
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεσμοθέτιον — θεσμοθέτιον, τὸ (Α) [θεσμοθέτης] βλ. θεσμοθετείον …   Dictionary of Greek

  • θεσμοθετείον — θεσμοθετεῑον και θεσμοθέτιον και θεσμοθέσιον, τὸ (Α) [θεσμοθέτης] αίθουσα όπου συγκεντρώνονταν αρχικά οι θεσμοθέτες και ύστερα οι εννέα άρχοντες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”